Τ’ αγρίμι πού ‘χω μέσα μου
πώς να το ημερέψω…
Του έρωτα μαστίγιο
Πού νάβρω να το κλέψω….
Ξοδεύεται η ψυχούλα μου
στα μάτια μιας ωραίας,
απ’ το Χατζηκυριάκειο
ως την ακτή της Ζέας.
Ωραία κι αδιάφορη
για την αγάπη πού’χω
κρυώνει η καρδούλα μου
και δε μου δίνει ρούχο.
Θηρίο ανυπότακτο
ο πόθος που μ’ ορίζει.
Με πλάνεψε ο έρωτας
και δε με υπολογίζει.
Για να ‘ρχονται στα όνειρα
τα μάτια της ωραίας,
μεγάλωσαν οι νύχτες μου
και μίκρυν’ ο Πειραιάς.