Γλυκαίνει ο χρόνος την οργή,
μα δεν την τιθασεύει,
χαλκά περνά στο θυμικό
και το διαφεντεύει.
Κι όποιος στη ράχη κουβαλά
το άχος του θανάτου,
στης Λήθης το πικρό νερό
θα πνίξει τα δεσμά του.
Κι αν ξέμειν’ από οβολό
την όχθη να περάσει,
καταρραμένη έχει ψυχή
που δεν θα ησυχάσει.