Κάτι τέτοιες μέρες σκάρτες
δεν περνάνε, δεν νυχτώνουνε
κι οι καημοί οι ψυχοβγάλτες
όλο με παίρνουν και με σηκώνουνε.
Για να βρω τον εαυτό μου
φίλος γίνομαι του δρόμου
και σκορπίζομαι
κι αν με δεις να αλητεύω,
τα κομμάτια μου μαζεύω,
σου τ’ ορκίζομαι.
Είναι πάλι κάτι βράδια
που λυγίζουνε τα σίδερα
λες και πήρε ο πόνος άδεια
κι έκανε η νύχτα θεριά τα ήμερα.
Этот текст прочитали 297 раз.