Ήθελα και γω, κάτι να γινώ για να ξεχωρίζω
έγινα αρχηγός, μέγας και τρανός κι όλους τους ορίζω
Ώσπου μια στιγμή, δύσκολη στιγμή, όλα τα γκρεμίζω
κι έφτασα ο φτωχός νάμαι εδώ σκυφτός και να σφουγγαρίζω
Πως τη πατάει κανείς όταν αγαπά
σκύβει και τρίβει, παρκέτα γυαλοκοπά
κάθε στιγμή στο αφεντικό κάνει τεμενά
τρώει κλωτσιές, του χαμογελά και τον προσκυνά
Πως τη πατάει κανείς όταν αγαπά
ο δυστυχής δεν το λέει ούτε του παπά
χέρια σκληρά, γόνατα βαριά, πλάτες που πονούν
κι όλοι οι Μεκ για τον αρχηγό να γελούν
Από τις εννιά μέχρι τις εννιά λυγισμένο σύρμα
και τη πληρωμή την επάω γραμμή στη κυρία Ίρμα
Κι όταν ξαπλωθώ για να κοιμηθώ κάτι μου συμβαίνει
έπεσε ο αετός, κόπος είν’ αυτός και δεν ανεβαίνει
Πως τη πατάει κανείς όταν αγαπά
σκύβει και τρίβει, παρκέτα γυαλοκοπά
κάθε στιγμή στο αφεντικό κάνει τεμενά
τρώει κλωτσιές, του χαμογελά και τον προσκυνά
Πως τη πατάει κανείς όταν αγαπά
ο δυστυχής δεν το λέει ούτε του παπά
χέρια σκληρά, γόνατα βαριά, πλάτες που πονούν
κι όλοι οι Μεκ για τον αρχηγό να γελούν