Κι αν είχες όνειρα αρμυρά
χωρίς ένα στίγμα από στεριά
όλα εντέλει πήγαν στράφι
κι άραξες με ξηράς σινάφι
Άραξες μόνος, μα μαχαίρι
κράταγες σέμπρε μες στο χέρι
που το έχωσες σε σένα
στην Κυρία και σε μένα
Μαραμπού σε λέγαν ή Κόλια
πώς το ’παθε η ψυχή σου η δόλια
σε βάρδια ξηράς να ξεμπαρκάρει
την κύκνεια ευχή σου να φουντάρει
Μαραμπού σε λέγαν ή Κόλια
πώς το ’παθε η ψυχή σου η δόλια
να μην σου κάνει αυτή τη χάρη
απ’ τους ωκεανούς σου να σαλπάρει
(Μαραμπού σε λέγαν ή Κόλια,
πώς το ’παθε η ψυχή σου η δόλια,
σε βάρδια ξηράς να ξεμπαρκάρει
και μες στην Πικρία να σε πάρει)
Μαρκονιστή μου, Καββαδία
σε φτερό σε είδα καρχαρία
την Εσμεράλδα να χορεύεις
με πονηράδα να μου νεύεις
Φάτα Μοργκάνα αγναντεύεις
μα με μια Σχόλα πια χορεύεις
με πονηράδα πάλι νεύεις
και το μυαλό μου το μπερδεύεις