Αλεξίου:
Μες στο πλήθος σ’ είχα δει το ’62
στη διαδήλωση που βάφτηκε στο αίμα,
κι η μορφή σου μου ’χε μείνει στο μυαλό
κι ούτε τ’ όνομα δεν ήξερα από σένα.
Και στης λήθης το σεντόνι το λευκό
σε τυλίξαν τα πιο δύσκολά μου χρόνια,
μα μια μέρα κάπου το ’68
σε ξανάδα μες στο τρένο στην Oμόνοια.
Κοντογιάννης:
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.
Αλεξίου:
Άλλη μια φορά σε είδα ξαφνικά
σαν αφίσα που τη σκίζει κάποιο χέρι,
ήταν Μάης πια του ’77,
μόλις πρόλαβα και σ’ άγγιξα στο χέρι.
Μήπως είσαι σαν κι εμένανε κι εσύ
στο σκοινί της ιστορίας ακροβάτης,
μες στο ίδιο σου το στήθος φυλακή,
μες στην ίδια σου τη χώρα μετανάστης.
Κοντογιάννης:
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.