Ξημέρωσε, ξημέρωσε, ξημέρωσε και πάλι
κι εγώ ξενύχτης τριγυρνώ με άδειο το κεφάλι.
Ωχ, ωχ, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ κι ετούτο `δω το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα της νύχτας το σκοτάδι.
Εμέθυσα, ξεμέθυσα και μου `φυγε η ζάλη
ας ήταν στο μεθύσι μου να ξαναπέσω πάλι.
Ωχ, ωχ, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ κι ετούτο `δω το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα της νύχτας το σκοτάδι.
Ξημέρωσε, ξημέρωσε, δεν έχω τι να πράξω
τραβώ για το τσαρδάκι μου στα ίσα για ν’ αράξω.
Ωχ, ωχ, ψεύτικε ντουνιά
ας μην ξημέρωνε ποτέ κι ετούτο `δω το βράδυ
γιατί μου φέρνει όνειρα της νύχτας το σκοτάδι.