Τ’ όνομά μου Διογένης, άγνωστη η καταγωγή μου,
μέτριο τ’ ανάστημά μου, χείριστος η διαγωγή μου
και για ρούχο ένα κουρέλι, να σκεπάζω την ντροπή μου.
Μέσα στο πιθάρι μένω και τη γλώσσα μου ακονίζω,
να τιμώ τον αγωγιάτη, τον αφέντη να τσακίζω,
σαν το σκύλο που αλυχτάει τις αλήθειες μας γαυγίζω.
Όσο εσύ με καλοπιάνεις με παινέματα και χάδια
εγώ βλέπω την καρδιά σου που ‘ναι δύστυχη και άδεια,
η ζωή στου στα στολίδια, η ψυχή σου στα σκοτάδια.
Μέσα στο πιθάρι μένω και τη γλώσσα μου ακονίζω,
να τιμώ τον αγωγιάτη, τον αφέντη να τσακίζω,
σαν το σκύλο που αλυχτάει τις αλήθειες μας γαυγίζω.