Έξι η ώρα το πρωί
και η νύχτα μοιάζει με το κέλυφος αβγού
πριν ραγίσει για να βγει
ήλιος που θα σπείρει χίλια χρώματα παντού!
Κι άλλη διαδρομή ξανά
κει που συμπαλεύει η θάλασσα με τον γκρεμό
κει που ακοίμητη φωτιά
σιγοκαίει τα σωθικά μου από παιδί μικρό.
Απ’ την καμινάδα σαν ξεχύνεται
αλεπού με κόκκινη ουρά
στα νερά της λίμνης καθρεφτίζεται
μα μπροστά στον ήλιο δεν φτουρά.
Δεν ειν’ το φως μοναχά
που σαν Προμηθέας φέρνει με έναν πυρσό
ήλιος ροδοκόκκινος από τον ουρανό
κι απ’ του Άδη τη σπηλιά,
φέρνει κι ελπίδα, καημό
από νάρκωση βαθιά την αγάπη ξυπνά,
το λεωφορείο σέρνει στο δρόμο γλυκά,
μού δαμάζει το θυμό!
Έξι η ώρα το πρωί
μέρα που αφουγκράζεται του έρωτα σφυγμό
τεχνητή αναπνοή
κάνει μες στο στόμα του τον σώζει από πνιγμό.
Πάλι θα την αρνηθείς
μιαν αγάπη που όλο ξεπαγιάζει στους σταθμούς
κι αφού σηκωθεί νωρίς
σαν δισάκι κουβαλώ στις εθνικές οδούς.
Δεν τη βλέπεις που πρωί βαφτίζεται
με τα βράχια στ’ αλμυρό νερό
και στην καμινάδα πώς τυλίγεται
σαν το φίδι γύρω απ’ τον κορμό;
Τι είναι το "όχι" σου μπρος
στου Δημιουργού το "ναι" που σαν αύρα φυσά
μεσ’ απ’ τις πευκοβελόνες γλιστρά και μετά
κύμα γίνεται κι αφρός;
Και τι `ναι το "ναι" μου μπρος
σ’ έναν ουρανό λεχώνα που ήλιους γεννά
της φυγής το δρόμο στρώνει με άνθη μαβιά
τη ζωή τη σέρνει μπρος;
Έξι η ώρα το πρωί
και η νύχτα μοιάζει με το κέλυφος αβγού
πριν ραγίσει για να βγει
ήλιος που θα σπείρει χίλια χρώματα παντού!
Этот текст прочитали 230 раз.