Δε θα εξομολογηθώ ούτε από σένα θα κρυφτώ,
τα λόγια δε θα διώξουν μια φοβία,
δε θέλω απόψε πάστορα, μα της ανάγκης μάστορα
στο σώμα μου να πιάσει εργολαβία.
Του πόθου η παράνοια δεν ξέρει από μετάνοια,
την τρέλα σου κοιτά σε μαύρη στέρνα,
τα χάδια που με ντύνανε ελιώσανε και γίνανε
παπούτσια που με χτύπησαν στη φτέρνα.
Ποτέ μη βάλεις στοίχημα, αν πάθεις το ατύχημα
κι ανήμπορος βρεθείς σ’ ένα κρεβάτι,
εκεί δεν πιάνουν θαύματα, με βελονιές, με ράμματα,
με πόνους θεραπεύουν το σακάτη.
Οι πέτρες που γονάτισες, τα κάρβουνα που πάτησες,
αργότερα, πολύ θα σε πονέσουν,
κάτι αγκαλιές απλήρωτες και νύχτες ανεκπλήρωτες,
σαν ύαινες απάνω σου θα πέσουν.