Στης πόλης την παγίδα
σε νύχτα από μπετό
κλεισμένος ένας γκιώνης
ζει χρόνια το κενό.
Ζει μόνος κι αναπνέει
σκοτάδι και καπνοί
κοιμάται και ξυπνάει
και λέει μοναχ`αυτό.
Και το τραγούδι σβήνει
στης νύχτας τις στοές.
Οι εμπόροι δεν τ`ακούνε
κάτω στις αγορές
Τ`ακούει κάποιος ράφτης
σε πιο αργές στροφές
τ`ακούει κι απαντάει
λες κι είναι η ηχώ.