Δανάη Στρατηγοπούλου - Το οργανάκι Тексты

Την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
σκορπίζοντας παντού μελαγχολιά
εβγήκε απ’ το φτωχό της το σπιτάκι
σεμνή, πλεξίδα ακόμα τα μαλλιά

Καβάλα απ’ το σεργιάνι του γυρνώντας
την είδε και με στάση αρχοντική
το βήμα του αλόγου του σταματώντας
της πέταξε μια λέξη ερωτική
Αυτή εκοντοστάθηκε λιγάκι
την ώρα που περνούσε το οργανάκι

Την άλλη μέρα πέρασε και πάλι
τ’ ωραίο πλουσιόπαιδο από εκεί
και γύρισε της κόρης το κεφάλι
γιατ’ είχε ομιλία μαγική

Της είπε τόσα πράγματα ωραία
και τόσο ήταν άπειρη κι απλή
που πίστεψε και του ‘δωσε η νέα
δειλά δειλά το πρώτο της φιλί
Και έτσι αρχινάει το δραματάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι

Περίμενε από τότε κάθε βράδυ
τον πλάνο που με ξένοιαστη ψυχή
ερχόταν σαν τον κλέφτη στο σκοτάδι
να πάρει ότι έχει μια φτωχή

Μια μέρα επιτέλους που εκείνη
του μίλησε για γάμο με ντροπή
εγέλασε και είπε, αυτό να γίνει
φαντάσου πια ο κόσμος τι θα πει
Κι αυτή έβρεξε ένα άσπρο μαντηλάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι

Κατάλαβε το τι την περιμένει
μα έλπιζεν ακόμα τις βραδιές
Σαν ένοιωθε με πίκρα η καημένη
πως μέσα της χτυπούσαν δυο καρδιές

Εκείνος όμως άθλιος πατέρας
σαν είδε πως εκόντευε ο καιρός
Στα ξένα εταξίδεψε το τέρας
και χάθηκε απ’ το θύμα του εμπρός
Του έκανε ορφανό ένα παιδάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι

Πέρασαν χρόνια με άλλην παντρεμένος
Περνώντας ένα βράδυ ευτυχής
ρωτά γιατ’ είναι κόσμος μαζεμένος
απ’όξω από την πόρτα της φτωχής

Κρεμάστηκε του λένε μια ζητιάνα
κι αφήνει αυτό το έρημο παιδί
Δεν είχε να το θρέψει η δόλια η μάνα
που είν’ ο προκομμένος να το δει;
Αυτός τα χείλη εδάγκωσε λιγάκι
την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
Этот текст прочитали 361 раз.