Την πρωτόειδε μ’ ολοκόκκινα ντυμένη
καλλιτέχνης με κεφάλι αυτός ψαρό
κοριτσάκι αυτή μικρό να μαζεύει ζωηρό
παπαρούνες σε κάποιο αγρό.
Οι διαβάτες την κοιτούσαν μαγεμένοι
και περνούσαν μ’ ένα βήμα σιγανό
μ’ αυτός μέσ’ το δειλινό είπε μ’ ύφος ταπεινό
στο λουλούδι το ζωντανό:
Παπαρούνα χαρωπή
οι διαβάτες που διαβαίνουν
σ’ αγαπούνε μα σωπαίνουν
και κανένας δε θα σου πει,
Παπαρούνα φλογερή,
παπαρούνα ζηλεμένη
ο διαβάτης που προσμένει,
άλλην δε ζητά να βρη.
Δεν τον άκουσε η δροσάτη παπαρούνα
εμεγάλωσε και πίστεψε πολλά
λόγια ενός απατηλά, ύστερ’ άλλου πιο τρελά
κατρακύλησε χαμηλά.
Ξεπεσμένη στου θεάτρου τη φουρτούνα
κει που χόρευ’ ένα βράδυ στη σκηνή
σάμπως άκουσε βραχνή να της λέει μια φωνή
απ’ τη σάλα τη σκοτεινή.
Παπαρούνα σκυθρωπή,
οι διαβάτες που διαβήκαν
σ’ αγαπήσαν μα σ’ αφήκαν
βουτηγμένη μεσ’ τη ντροπή.
Παπαρούνα σκυθρωπή,
παπαρούνα μαραμένη
ο διαβάτης που προσμένει
άλλην δε ζητά να βρει
Этот текст прочитали 343 раз.