Τι κάθομαι μονάχος και κρυώνω
ένα χαρτί στον κίτρινο αέρα
εσύ να παίζεις ζάρια με το χρόνο
κι εγώ ο ποιητής, βουβή φλογέρα.
Τα δέντρα κατεβαίνουν νύχτα στα ποτάμια
μια παρωδία από φωνές μες τα καλάμια.
Η μοναξιά γίνεται σφαίρα και σκοτώνει
κι η Πρέβεξα πιο πέρα μόνη να ματώνει.
Τι σκέφτομαι αφού δεν θα μ’ ακούσεις
μες τα λευκά που περπατάς ντυμένη
γίνε νερό και έλα να με λούσεις
να χτενιστώ, να βγω στην οικουμένη.