Καραβάκια μες στην πόλη
και το πλήρωμα διαβόλοι
αρμενίζουν στη φωτιά μου
κι όλο έρχονται κοντά μου.
Με σημαία τους μια πίστη
και στα δόντια τους αγκίστρι
καμωμένη σε αμόνι
η καρδιά τους για τιμόνι.
Μα αντέχω στη λήθη σαν αγάπη πρώτη
χωρίς μια σου λέξη να ακούω φωνή.
Στης πόλης τα τείχη η σιωπή του προδότη
τη μάσκα μου αλλάζω κι αρχίζω γιορτή.
Σιωπηλές και φευγαλέες
ταξιδεύουνε λαθραίες
οι στιγμές κι οι άδειες μέρες
στων διαβόλων τις γαλέρες.
Μα όσα κρύβονται τη μέρα
νύχτα γίνονται αστέρια
άλλα πέφτουν και γελάνε
κι άλλα φέγγουν να αγαπάμε.
Κι αντέχω στη λήθη σαν αγάπη πρώτη
χωρίς μια σου λέξη να ακούω φωνή.
Στης πόλης τα τείχη η σιωπή του προδότη
τη μάσκα μου αλλάζω κι αρχίζω γιορτή.
Этот текст прочитали 271 раз.