Εγώ είμαι ο εγώ είμαι ορφανό πιδί,
είχα και χήρα μάνα, είχα και χήρα μάνα,
και η μάνα μου, και η μάνα μου μι στοίχησι1
σ’ έναν καλό αφέντη, σ’ έναν καλό αφέντη.
Kι αφέντης μου είχι χαρά, παντρεύει τουν υγιό του
και μ’ έβαλαν γιά να κιρνώ μ’ ένα χρυσό ποτήρι.
’Που του πουλύ του κέρασμα, ’που του πουλύ του γλέντι,
συντρόμαξαν2 τα χέρια μου κι ίπεσι του ποτήρι.
Ούτι σι πέτρα χτύπησι, ούτι σι καλντιρίμι,
μές στης κυράς μου την πουδιά χίλια κουμμάτια γίν’κι.
Mι βάλανι στη φυλακή να κάμου πέντι μήνις
κι παραπέσαν τα κλειδιά κι κάμου πέντι χρόνια.
Λεφτοκαρυά εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα,
λεφτοκαράκια έφαγα μα λεφτεριά δεν είδγια.
1μι στοίχησι: με μίσθωσε στην υπηρεσία
2συντρόμαξαν: τρεμούλιασαν