Βαβυλώνα - Ταξίδεψε φωνή μου Тексты

Φονιάδες οι σκέψεις μου και οι λέξεις μου φυγάδες,
κάθε φορά που βρέθηκα σε φέρετρα αντάμα.
Γινήκανε στο νου μου, απόκρημνες χαράδρες,
σαν δάκρυα φτερουγίσανε και σαν οργή συνάμα.
Στο άδικο μέσα, έπνιξα τα γέλια
και άρχισα να γυρεύω της ζωής την καταχνιά.
Έβαλα μαύρο τρίχωμα και νύχια νυστέρια,
στο μερτικό μου χάρισα μαύρα φτερά
να στάζουν μελάνι πριν φτάσει τ’ αγιάζι,
σαν γνήσιος απόγονος μιας κάλπικης αυγής
σ’ ένα χαλάζι έψαξα τον κόσμο τι τρομάζει
μα κι αυτό φυτεύτηκε στα έγκατα της γης.
Κουράγιο βρήκα και έφυγα για πιο άφοβες χώρες,
στης νύχτας τα λημέρια στ’ ουρανού την άκρη,
σκιές με καλωσόρισαν με κεραυνούς και μπόρες
και το μικρό μου ανάστημα τ’ ονόμασα κοράκι.
Τώρα απ’ ορίζοντες ψάχνω χρυσά παλάτια
να τα λεηλατήσω και να τ’ αφήσω
σε δάκρυα της θλίψης, σε πονεμένα μάτια,
στον πόνο παράπλευρα ελπίδα να αφήσω.
Μετά να σεργιανίσω με άλλα στεργιοπούλα,
να φτάσουμε στα πέρατα σ’ αστέρι ρημάδι.
να βάψουμε κατράμι αυγερινό και πούλια
Ταξίδεψε φωνή μου καβάλα στο σκοτάδι.

Ταξιδέψε φωνή μου καβάλα στο σκοτάδι,
σε πλάσματα στροβίλισε που `μάθαν να ξεχνάνε.
Ελπίδα άπλωσε τους στο μέτωπο σαν χάδι
να πάψουν να σφαγιάζονται και με αίμα να μεθάνε.
Ζωντάνεψε φωνή μου απ’ το λευκό χαρτί μου,
ψυχές που δε γαλήνεψαν στου ουρανού την άκρη
και αφού στη γη το άδικο γυρεύει την πνοή μου
στα σύννεφα την έστειλα, την έκανα κοράκι.

Για δες ο χρόνος κύλισε, σβήσαν πέντε φεγγάρια,
μα ακόμα κλέβω φλόγα απ’ της φωτιάς τα μέρη
με θέρμη να γεμίσω τα πιο κρύα ντουβάρια,
τα λόγια με τον άνεμο στ’ ανθρώπινο ασκέρι.
Ν’απλώσω μπας και σώσω τον όχλο απ’ το γκρεμό,
να φέρω απ’ τον έρεβο ηγέτες που χαθήκαν,
με ψυχικά αποθέματα να βρουν φωλιές εδώ
μαζί ν’ αναστήσουμε ιδέες που χαθήκαν.
Πατέρα ουρανέ αρχίσανε τα ντέφια,
απόψε που κατέβηκα το χώμα να πατήσω.
Στην έρημο είδα θάνατο και σε πύργους αδέλφια,
γι’ αυτό μικρόφωνο έπιασα και θα μιλήσω.
Αυτοί που λέγονται άνθρωποι στο τίποτα κουρνιάζουν,
κρύβονται απ’ την αγάπη και σύνορα ορίζουν.
Απ’ το παρόν στο μέλλον τους, λεωφόρους χαράζουν,
στρατάρχες και πολέμαρχους σωτήρες τους βαφτίζουν.
Ξεσπάνε σε μια μπάλα, προσκυνάνε εικόνες,
εξίσωση η ζωή τους μπλεγμένη στο άπειρο.
Δεν το κουνάνε ρούπι απ’ τους κανόνες,
τους δείχνεις το παράθυρο και αυτοί κοιτούν το δάκτυλο.
Καλυτέρα πατέρα εκεί στην καταχνιά,
λεξούλες να παντρεύω στου φεγγαριού την πλάτη.
Και αν βγήκε ο γιος σου σήμερα στον κόσμο παγανιά,
η παρακμή ευθύνεται, γύρεψε το κοράκι.

Ταξιδέψε φωνή μου καβάλα στο σκοτάδι,
σε πλάσματα στροβίλισε που `μάθαν να ξεχνάνε.
Ελπίδα άπλωσε τους στο μέτωπο σαν χάδι
να πάψουν να σφαγιάζονται και με αίμα να μεθάνε.
Ζωντάνεψε φωνή μου απ’ το λευκό χαρτί μου,
ψυχές που δε γαλήνεψαν στου ουρανού την άκρη
και αφού στη γη το άδικο γυρεύει την πνοή μου
στα σύννεφα την έστειλα, την έκανα κοράκι.
Этот текст прочитали 540 раз.