Ώρες ατέλειωτες μες στην ταβέρνα,
το ένα πίνε, το άλλο κέρνα,
από τη ζάλη μας παρασυρμένοι
δίνουμ’ απάντηση σ’ ό,τι συμβαίνει.
Κι όπως κουβεντιάζαμε η ώρα πήγε τέσσερις,
κυβερνήσεις ρίξαμε χίλιες δεκατέσσερις,
κι όπως σιγοπίναμε, το μπουκάλι άδειασε,
τζάμπα ξενυχτήσαμε, τίποτα δεν άλλαξε.
Ώρες ατέλειωτες μες στο μπαράκι,
πηγαινοέρχεται το ποτηράκι,
χαζό ξενύχτι, το ίδιο πλάνο
και ξαναγίναμε αεροπλάνο.
Κι όπως κουβεντιάζαμε η ώρα πήγε τέσσερις,
κυβερνήσεις ρίξαμε χίλιες δεκατέσσερις,
κι όπως σιγοπίναμε, το μπουκάλι άδειασε,
τζάμπα ξενυχτήσαμε, τίποτα δεν άλλαξε.