Σ’ άδεια πολίχνη μ’ έβγαλε
του χρόνου το ποτάμι
που τη ζωή μου κουβαλά
και για το άγνωστο τραβά
να δέσει σε λιμάνι.
Λεία στ’ αδέσποτα κι αυτός
που θέλησε να ζήσει αλλιώς.
Σβηστά τα καπνοφούγαρα,
ψυχή στα καφενεία,
μα εκεί στις άγριες ερημιές,
σουλάτσο κάνουνε μορφές
διωγμένων, λιτανεία.
Λεία στ’ αδέσποτα κι αυτός
που θέλησε να ζήσει αλλιώς.
Φωλιάζουν στα χαλάσματα
πετρίτες λιμασμένοι,
στήνουν με τρόπο ύπουλο
καρτέρι στον ανύποπτο
και σ’ όποιον ξεμακραίνει.
Λεία στ’ αδέσποτα κι αυτός
που θέλησε να ζήσει αλλιώς.
Этот текст прочитали 223 раз.