Πάλι κοντεύει να χαράξει, κι αυτή άραγε κοιμάται;
-ξορκίζοντας τα όνειρα μην είναι ανασφαλή-
Και εγώ μες σ’ ένα τέταρτο ντυμένος, νυσταγμένος,
ανοίγοντας το βήμα μου,
προφταίνω τους εργάτες στη γραμμή.
Σαν μπαίνω μες τη σήραγγα, αρχίζει και ξυπνάει.
Τα μάτια της ζηλεύουνε οι ανταύγειες του πρωινού.
Τεντώνει το κορμάκι της κι η ανάσα της με ζωνει
καθώς ελέγχω τις στοές
που χάνονται στα σπλάχνα του βουνού.
Πόθοι ανεκπλήρωτοι, έρωτες αλύτρωτοι
συννέφιασμα στη ματιά μας.
Κρυφά ριζώνουνε, μετά στοιχειώνουνε.
Πόσο πληγώνει η λογική.
Την ώρα του διαλείμματος δεν έχω ησυχία.
Χαράζω το όνομα της στου βράχου τις ρωγμές.
Κι αυτή στο αμφιθέατρο σκυφτή σε σημειώσεις
οι λέξεις γίναν κύματα,
κι απόμερα ακρογιάλια οι γραμμές.
Στη βάρδια τη νυχτερινή οι ίσκιοι μεγαλώνουν.
Απλώνεται η υγρασία, το κόκαλο νικά.
Και εκείνη που μου άφησε ανεξίτηλα σημάδια,
ανήμπορη να ελπίζει πια,
προφέρει το όνομά μου πιο αραιά.
Πόθοι ανεκπλήρωτοι, έρωτες αλύτρωτοι
συννέφιασμα στη ματιά μας.
Κρυφά ριζώνουνε, μετά στοιχειώνουνε.
Πόσο πληγώνει η λογική.