Ο Ασίκ Καρίπης ο φτωχός
στον Καύκασο γυρνούσε
βρε
ολομόναχος.
Απ’ το Σιβάζ ήρθαν γραφτά
παντρεύουν την καλή του
βρε αχ
για λεφτά.
Κι ο Ασίκης το καλό του σάζι
σκασμένος δίνει μια
βρε αχ
και το σπάζει.
Δε φτάνω, λέει μπαϊλτισμένος
μα νάσου ο Αη Γιώργης
βρε
αρματωμένος.
Μεγάλε μου Άη Γιώργη καπετάνο
δανείζεις το άτι σου
μωρέ αχ
σε μουσουλμάνο;
Πάρτο Καρίπ και μη διστάσεις
στη γης μη βάλεις πόδι
μπρε
και θα προφτάσεις.
Πετάει ο ασίκης στον αιθέρα
και φτάνει στο Σιβάζ
μωρέ
την ίδια μέρα.
Αρπάζει την καλή του απ’ τα καπάνια
και πέταξαν ψηλά,
μωρέ, πολύ ψηλά
στα επουράνια.
Этот текст прочитали 305 раз.