Είν’ ένας θίασος από παιδιά.
Παιδιά προσφύγων, τυλιγμένα σε κορδέλες,
συνοδευόμενα από μια μικρή αγέλη κουταβιών.
Κατηφορίζουν, χοροπηδώντας την οδό Ξενοφώντα.
Ένα ποτάμι από χρώματα φωτισμένα,
από ξεφτισμένες αχτίνες του δειλινού.
Ακούγονται ήχοι ρουλμάν,
ήχοι από σπαρταριστά γέλια πριμαντόνας.
Αφιερωμένα στην πηγή της ηλικίας.
Στο φως. Στο χρώμα.
Να δεις, που αυτή η τσιγγανοπαρέα
θα μας εξορίσει κάποτε από εδώ,
είπε ο λιγνός προφήτης,
κι ο θησαυρός φάνηκε να χάνεται στην άσφαλτο.
Έπρεπε ν’ απαντήσω.
Δεν είπα κουβέντα όμως,
βλέπω τη συνέχεια στο χάος σκέφτηκα
και κοίταζα το περιστέρι που τρυγούσε το χώμα.
Αναμασούσε λόγια.Λόγια.
Αφουγκράστηκα να λέει,
είναι και δικό μου το κενό που μ’ αρέσει
που κάποιες γύφτικες μουσικές το ζωγραφίζουν με χρώμα. Με χρώμα.
Χρώμα της συνοικίας γυάλινο
Χρώμα της ηλικίας λάφυρο
Χρώμα πορτοκαλί κι ανάγλυφο
Χρώμα με μυρωδιά
Χρώμα σαν σιωπή, σαν μέταλλο
χρώμα, βοή γηπέδου, πέταλλο
χρώμα, τσιμέντου ροδοπέταλλο
χρώμα, γυρνάς ξανά
Και φέρνεις την άνοιξη, το γέλιο ενός τρελλού
τ’ ασβεστωμένο ρείθρο, βγάζει πάλι αλλού
στα χρόνια του παιδιού, στα φώτα τ’ ουρανού
Κρυμμένη λάμψη στο ροζ του δειλινού
παραμονεύεις, παραμονεύεις
Χρώμα, ατόφιο απροσάρμοστο
χρώμα, συνειδητό κι ανάρμοστο
χρώμα, σπασμένο κι ασυνάρτητο
χρώμα περιστεριού
Χρώμα, τυφλό μου κι αδιαίρετο
χρώμα, δικαίωμα αναφαίρετο
χρώμα, σαν ρήμα ασυναίρετο
χρώμα, μικρού αστεριού
Με τους αγκώνες στο τραπέζι ακουμπώ
λευκός ανθός της λεμονιάς
της συνοικίας φως, της άνοιξης βωμός
σπασμένος ο χρόνος στα βλέφαρα μου εμπρός
παραμονεύει, παραμονεύει
Χρώμα σαν σιωπή, σαν μέταλλο
χρώμα, βοή γηπέδου, πέταλλο
χρώμα, τσιμέντου ροδοπέταλλο
χρώμα, γυρνάς ξανά