Να αγναντεύεις. Την καθημερινότητα.Απ’το παράθυρο, τη λίμνη των αισθημάτων.
Αυτών, που αισθάνονται σήμερα ότι και χτες.
Το τίποτα και το άλλο τίποτα.Πες τα λοιπόν, ψιθύρισε.
Πες τα μου, σαν το μονομάχο, εκεί στην αρένα.
Πάνω στο άρμα του, το δρεπανηφόρο.
Το άρμα που κυλιέται στους αμμόλοφους, εκεί στις ακτές της Αρχαίας
Ιωνίας. Παρατηρώντας αντί της πτώσης του, τον ήλιο ν’ανατέλει ανάποδα.
Κάπου εκεί πάνω από τις κορυφογραμμές της Ιχθυόεσσας. Να σημαδεύει
τους γλάρους, τα ψαροκάικα που βιάζονται να τον δουν να ξεφτίζει.
Να ξεφτίζει τα’απομεινάρια της νύχτας του Αιγαίου.
Να τον αγκαλιάζουν, να τον ακουμπούν στον ώμο τους και να τον κουβαλούν
ανάμεσα στα βραχόνησα.
Να φωτίσουν τα φύκια, στις θαλασσινές σπηλιές και στα βάθη.
Να πολλαπλασιαστούν όλα τους.
Να γίνουν πολλά, πολλά και ένα., και το ένα ξανά πολλά. Πράγματα, αντικύματα.
αισθήσεις. Ζωή απ’όλες τις πλευρές. Το ίδιο και όλα ταυτόχρονα. Άνθρωπος.
Να νιώθουν, να μάθουν, να ξεχάσουν.
Να σκέπτονται.
Να θέλουν.
Να ’χουν συνείδηση και ασυνείδητο μαζί. Φαντασία και μέλλον.
Χρώμα και απόχρωση.
Το ποτό και το μεθύσι για τον καθένα.
Συγκίνηση και διανόηση μαζί.
Άλλοι. Να γίνουν άλλοι. Άλλο. Και το ίδιο να ’ναι
Και μετά, να βαφτίζουν τον ήλιο πρόσωπο, να τον ζωγραφίζουν τα μικρά
παιδιά στα μπράτσα τους. Κι έτσι να μην σκιάζονται τις νύχτες.
Να γίνουν οι νύχτες, χούφτες από φύκια.
Θαλπωρή και αλμύρα. Αλάτι της ζωής.
Φωτοστέφανο δικό τους και των άλλων.
Και μ’αυτό να γυρνούν στα κύματα. Στο Αιγαίο.
Χέλια ηλεκτροφόρα. Φωτίζοντας, οδηγώντας
Οδηγώντας την πίστη των ναυτικών.
Εκεί που της πρέπει. Στη θάλασσα.
Κι αυτή να τους γυρνάει στη ζωή.
Να χάνονται γι’ αυτή κι αυτή να ’ναι που
τους ανταποδίδει τη ζωή.
Το πρόσωπο να μην είναι ένα. Να γίνει πολλά.
Το πρόσωπο να μην είναι ίσκιος.
Να μην είναι ίσκιος του είναι του,
να είναι το πρόσωπο του είναι του.
Η θάλασσα. Η θάλασσα να είναι.
Να ’ναι η θάλασσα.... Η θάλασσα να είναι......Η θάλασσα.