Να χαμηλώναν τα βουνά
να ψήλωναν οι κάμποι
το πρόσωπό σου για να ιδώ
που σαν τον ήλιο λάμπει,
να νιώσω την ανάσα σου
με της αυγής τ’ αγέρι
και ο βαρύς χειμώνας μου
να γίνει καλοκαίρι.
Τι γύρευα, τι ήθελα
εγώ μέσα στην πόλη;
Ωραία ήμουν στο χωριό
που μ’ αγαπούσαν όλοι.
Να `χα στους ώμους μου φτερά
και μάτι αετίσιο
για να πετάξω μακριά
και να σε συναντήσω,
να σε κρατήσω πλάι μου
και μες στην αγκαλιά μου
κι όλου του κόσμου τα καλά
να γίνουνε δικά μου.
Τι γύρευα, τι ήθελα
εγώ μέσα στην πόλη;
Ωραία ήμουν στο χωριό
που μ’ αγαπούσαν όλοι.