Ώρια μου ροντινέλλα
α πούτε στε τσε στάζει,
πλέα τάλασσα σ’ αγκουάλλει
με τούτο καλό καιρό;
Άσπρο βαστά το πέττο
μαύρε βαστά τες άλε,
ο σταυρί κολόρ ντι μάρε
με τη κούντα λιο νοιττή.
Αρώτησα τη μάνα μου
την πλέον αγαπημένη
έχει τόσο κα με μένει
πούρου νά `χει να με δει.
Αρώτησα το τσιούρη μου
τσε σ’ όλη τη γκετονία
τσε αν είχε ομιλία
πόσα είχε να μου πει !
Κάϊτζ’ αμπρό στη τάλασσα
πάντα σένα κανονώ,
λίον γκέρνει, λίο καλέει,
λίον εγκίτζει το νερό.
Μα σου τίπο μου λέει,
για πόσα σε ρωτώ,
λίον γκέρνει, λίο καλέει,
λίον εγκίτζει το νερό...
Этот текст прочитали 293 раз.