Αγκάθια το μαλλί
για ντέφι και βιολί
τον τενεκέ βαρούσε
τις νύχτες που γυρνούσε
Τα μήλα τα μωβιά
τα σάπια της φιλιά
σκουπίδια που κρατούσε
στα χείλη τ’ ακουμπούσε
η Τζέτζω η τρελή
Έψαχνε μάταια τις νυχτιές
κι όλο ρωτούσε τις σκιές
για κάποιο παληκάρι
για τον δικό της Πάρη
Θύμωνε η Τζέτζω το πρωί
και το φεγγάρι πριν χαθεί
τα μήλα της πετούσε
τον Πάρη της ζητούσε
Σκαλί για ουρανό
θα βρει ένα πρωινό
μαζεύει την ψυχή της
κι αδειάζει το κορμί της
Τ’ όνομα της τρελής
δεν τό’ ξερε κανείς
το `μάθαν στη κηδεία
Τη `λέγαν Ευτυχία
την Τζέτζω την τρελή
Έψαχνε μάταια τις νυχτιές
κι όλο ρωτούσε τις σκιές
για κάποιο παληκάρι
για τον δικό της Πάρη
Θύμωνε η Τζέτζω το πρωί
και το φεγγάρι πριν χαθεί
τα μήλα της πετούσε
τον Πάρη της ζητούσε