Τα μεσημέρια που ο ήλιος, με τυφλώνει.
Τα μεσημέρια των νησιών, το μήνα Αύγουστο
Θυμάμαι...
Θυμάμαι τον κήπο με τα κίτρινα λουλούδια
σ’ ένα μουσείο,
κι ο φύλακας χτυπούσε τα κλειδιά του
Δεν ήταν άλλος από ‘μας, την μέρα εκείνη
Έξω κοιμόταν ήσυχη η πόλη.
Μιλούσαμε σιγά να μην ξυπνήσουν,
ώσπου άρχισε ο πίνακας ν’ ανάβει
Κι ύστερα άρχισε ο πίνακας να λιώνει
Τα χρώματά του έβαψαν τον τοίχο
Εσένα σε ζωγράφισα σ’ αυτό το στίχο
Κι ο φύλακας ήταν πια ώρα να κλειδώνει