Μεσ’ στον καθρέφτη η αγάπη μας, πως πάει και λιγοστεύει,
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σχολειό της λησμονιάς.
Μέσα στα βάθη του καιρού πως η καρδιά στενεύει,
και χάνεται στο λίκνισμα, μιας ξένης αγκαλιάς
Ρόδο της μοίρας γύρευες, να βρεις να μας πληγώσεις,
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί.
Κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα, που δέχτηκες να δώσεις,
κι ήταν το χαμογέλιο σου, σαν έτοιμο σπαθί
Του κύκλου σου τ’ ανέβασμα, ζωντάνευε την χτίση,
από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός.
Η ορμή μας γλυκοχάραζε, γυμνή να σ’ αποχτήσει,
ο κόσμος ήταν εύκολος ένας απλός παλμός