Θα ’ρθεις μια μέρα από την πόρτα την καλή,
σαν ξένος θα σταθείς και θα χτυπήσεις,
θα ’χει ματώσει εκείνη πάλι η πληγή,
θα ψάχνεις νά ’βρεις λόγια να μιλήσεις.
Θα με ρωτήσεις μοναχά για τα παλιά,
για το παιδί που σκότωσαν στη μάντρα,
για μια γυναίκα που ψιθύριζαν πολλά
και που φορούσε πάντα μαύρα.
Μέσα στα μάτια σου καράβια θα περνούν
και σύνορα θ’ ανοίγουνε κλεισμένα.
Έξω απ’ το σπίτι μας παιδιά θα τραγουδούν
τραγούδια που ήτανε για μας γραμμένα.