Πάλι σιγοψιχαλίζει, τριγυρίζω μέσ’ στου Γκύζη
και βραδιάζει και βραδιάζει, με περούνιασε τ’ αγιάζι,
μ’ έχει γονατίσει η λύπη και το πρόσωπο μου λείπει,
μ’ έχει γονατίσει η λύπη και το πρόσωπο μου λείπει.
Πάλι σιγοψιχαλίζει μέσα στα στενά του Γκύζη
και οι τοίχοι σιγοκλαίνε, το μεράκι μου σου λένε,
μ’ έχει γονατίσει η λύπη και το πρόσωπο μου λείπει,
μ’ έχει γονατίσει η λύπη και το πρόσωπο μου λείπει.
Πάλι σιγοψιχαλίζει και ο νους μου τριγυρίζει
στον νταλκά μου που με λιώνει, σε λιγάκι ξημερώνει,
μ’ έχει γονατίσει η λύπη και το πρόσωπο μου λείπει,
μ’ έχει γονατίσει η λύπη και το πρόσωπο μου λείπει.