Με δύο μεγάλα όμικρον
μηδέν να κρέμονται λεία
γεμάτα και βαριά
ήθελε να γράφεται ο νόστος –
λέξη να φτύνει την περιστροφή
των πλανητών
από ένα στόμα σ’ άλλο ορθάνοιχτο
που περιμένει ανίδεο
κι αδιάφορο τι στάζει
φτάνει μονάχα κάτι να γευτεί
εκεί που παραμόνευε
άγνωστη του κτήνους η φωνή
Αλγος οξύ κι ηρωικό
του υπογαστρίου