Άγνωστος - Eνύπνιο Тексты

Το δελφίνι δεν είναι αυτό που φαίνεται. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και το δελφίνι σίγουρα δεν είναι. Περιγράφω κάτι που μοιάζει –γιατί δεν ξέρω αν είναι– μια τυπική δυσλειτουργία της εν υπνώσει συνείδησής μου˙ ένα αφασικό επεισόδιο που με ξυπνά κάθε νύχτα σαν από μνήμης και υπό την αυστηρή προϋπόθεση να ιστορώ το Ενύπνιο έως το τέλος του παρόντος αιώνα.
Περπατάει κάποιος σε μια παραλία – μέχρι εδώ όλα καλά. Περπατάει κάποιος σε μια παραλία, τελειώματα καλοκαιριού και, τη μια ξοπίσω του, την άλλη μπροστά του, περπατάει και κάτι άλλο. Ζευγάρι αιώνιο σε πλήρη αγαπητική διάνοιξη.
Ο ένας προηγείται κι ο άλλος έπεται διατηρώντας τυχαία τη σειρά. Τυχαία σειρά πάει να πει: αυτός που είναι πρώτος γίνεται συνεχώς τελευταίος (: ιστορία που επαναλαμβάνεται από καταβολής του παρόντος αιώνος και που επί τούτου εγώ την ιστορώ).
Από παιδί είχα εξαιρετική σχέση με ό,τι τέλος πάντων προηγούνταν εμού ή έπονταν. Μιλούσαμε έστω κι αν δεν ήμασταν σε απόλυτη σύμπραξη. Δεν το ενοχλούσα. Ούτε κι αυτό. Προς επίρρωση της ισότητας –γιατί είναι δίκαια τα όρια της φύσης (αν και στενάχωρα)– είχε συμφωνηθεί ο επόμενος να εναλλάσσεται ανά εβδομάδα και ο πρώτος να μετατρέπεται σε σκιά. Από παιδί επιπλέον είχε καθοριστεί μεταξύ εμού και της σκιάς μου πως στόχος είναι η εξημέρωση ενός δελφινιού. Με ό,τι τέλος πάντων είχε πάνω στη ράχη του. Ήταν η αγωνία. Αγωνιά κανείς για την έσχατη απελευθερωτική προσπάθεια. Αγωνιά.
Ξέρω πως πρόκειται για δύσκολο συγγραφικό εγχείρημα: μια ονειρική, μια παράλογη μεταφορά. Μα η εικόνα επισείει κόστος χρόνου. Οικονομίας. Η εικόνα που προσπαθώ να περιγράψω είναι εικόνα ηλικίας. Το σήμα της φεύγει και ξανάρχεται. Δραματική συνειδητοποίηση: το δελφίνι φεύγει, το δελφίνι ξανάρχεται. Και στο πέλαγος βουτά. Από το ίδιο αναδύεται και αναδύει. Εγώ ακολουθώ και έπομαι. Στο πέλαγος πάλι, μακριά, πάνω στη ράχη του, η εικόνα της παιδικής μου ηλικίας.
Τότε που γνώριζα. Γιατί από τότε εγνώριζα πως είναι ανήθικο το κυνήγι των δελφινιών. Πως είναι ένα είδος αυτοφαγίας. Είναι αυτοφαγία, τους έλεγα (κυρίως στους τροφούς μου), να κόβεις το σήμα μεσοπέλαγα, σκοτώνοντας τη σύνδεση ανάμεσα στις ράχες των δελφινιών, ανάμεσα στη σκιά και τον κάτοχό της, ανάμεσα στο παιδί και το δελφίνι.
Και τώρα, μέρα μεσημέρι, στη θάλασσα φωνάζω: «Μην κόβεις το σήμα, άφησε αλώβητη τη σύνδεση. Ανέβα. Ανέβα στη ράχη την περήφανη. Ανάδυσε και αναδύσου».
Έρχεται τότε ο αντίλαλος˙ ο απόηχος˙ η φωνή της μνήμης: «Γιατί;»
«Για τι άλλο; Για τη μνήμη. Μόνο για τη μνήμη».
Этот текст прочитали 87 раз.