I
Ένα ποντίκι ροκανίζει
μες στο κεφάλι-μου τα σύρματα.
Μήπως ειν’ ο Θεός;
Κι αν είναι αυτός
προς τι η υπονόμευση;
ΙΙ
Άνοιξη που σε περίμενα και πώς σε περίμενα
πώς μου’ ρθες έτσι αγνώριστη
πώς μου’ ρθες έτσι αστόλιστη
πώς μου’ ρθες λαβωμένη;
ΙΙΙ
Προς ποίησιν
Ρόδο αιμοβόρο που φύτρωσες στο στήθος-μου
πόσο αίμα να σου δώσω;
IV
Περσεφόνη και Χάροντας
—Γυιέ-μου, μην παίρνεις τα παιδιά, μην παίρνεις τους λεβέντες
παίρνε τους γέρους που, οι άμοιροι, πονάνε κι υποφέρουν
—Να μην παίρνω τις όμορφες, μάνα, και τους λεβέντες
να μην παίρνω μικρά παιδιά, Χάροντας δε λογιέμαι.
V
Ζω σε μια ζούγκλα με θεριά
μ’ ανήμερα λιοντάρια και με φίδια.
Δαγκάνουν από εμέ, τον άμοιρο, και τρων
και στο σκοτάδι κρύβονται και πίσω από φτιασίδια.
VI
Ερωτικό
Αν ανοίξεις την καρδιά-μου
θα βρεις τα μάτια-σου*
αν ανοίξεις τα χέρια-μου
θα βρεις τα καρφιά-σου.
VII
Επτάστιχο
Φύτρωσε ένα κυπαρίσσι στην καρδιά-μου
οι ρίζες-του διάβρωσαν το κορμί-μου
το κορμί-μου γέμισε πληγές
οι πληγές μένουν ανοιχτές χρόνια και χρόνια.
Ζητώ αίμα για να ζήσω
κι αυτοί ζητάνε προσφορές
να βάφουνε τους δρόμους.