Σβήνω αυτό το φως
βάλε για καφέ
ξημερώνει πού `ναι τα κλειδιά μου
τα λεφτά είναι στην ψωμιέρα
κι ότι ζήσαμε μες στη νύχτα αυτή
σαν σπουργίτι το τζάμι μας ραγίζει
Ραγίζει η αγάπη μας
κομμάτια κι αποσπάσματα
γυρεύει αίμα και ρίζες
μεροδούλι μεροφάι στιχουργική
κι όταν ριζώνει ουράνιο τόξο είδες
ανοίγει ξάφνου
μες στης κυκλοφορίας την αιχμή
κλείσε το νερό
δεν άκουσα τη λες
αλλαξιές σου αφήνω στο καλοριφέρ
είπα η νύχτα ίσως είναι
πρόληψη κοινή θρυμμάτισμα γυαλιού
σαν αράχνη εφτάχρονη φοβία
Γυρίζω την πλάτη μου
και να `το πάλι εδώ μπροστά
θα ξαναβρούμε τους φίλους μας
θα βγαίνουμε τα βράδια όπως πριν
το καλοκαίρι θα πιάσουμε ένα σπίτι
ξαναγυρνώντας
στο απότομα ατέλειωτο ρεφρέν
στις εννιάμισι
θα πάω απ’ το γιατρό
αν αργήσω να ο αριθμός
τα παιδιά κοιμούνται ακόμα
κι ότι ζήσαμε μες στη νύχτα αυτή
ξημερώνει με στάχτες στον αέρα
Και φεύγει αόρατο
αλλάζοντας ταχύτητες
ζητώντας δρόμο
στην πολιτεία μας να μπει
σαν μια καινούργια μουσική
κι όταν ριζώνει
ουράνιο τόξο τέλειο
ανοίγει ξάφνου
μες στης κυκλοφορίας την αιχμή