Μια ζητιάνα, μια ζητιάνα σιγοκλαίει
μπρος στην πόρτα του παιδιού της ξαγρυπνά.
Μια ζητιάνα, μια ζητιάνα.
Το ‘χει η μοίρα
στη ζωή της να το χάσει,
το ‘χει η μοίρα της
γραμμένο να πονά.
Μια ζητιάνα, μια ζητιάνα σιγοκλαίει
το παιδί της ν’ αγκαλιάσει δεν μπορεί.
Μια ζητιάνα, μια ζητιάνα.
Το κοιτάει
και πονάει κι όλο λέει,
δεν τη θέλει
άλλο πια τέτοια ζωή.
Μια ζητιάνα, μια ζητιάνα αργοπεθαίνει
στου σπιτιού της σε μια απόμερη γωνιά.
Το παιδί της,
το παιδί της περιμένει,
να της κλείσει
τα δυο μάτια για στερνά.