Τρία ῾πὸ τὰ πολλὰ θεριά, ἁπού ῾βγαλεν ἡ φύση
ἢ πῦρ, γυνή, ἢ θάλασσα θὰ σὲ κατανικήσει.
Εἶδα ῾να ὄφι πύρινο νὰ μὲ περικυκλώνει,
κι ἕνα μπεντένι ὑδάτινο νὰ μοῦ κοντοσιμώνει.
Κι εὐθὺς ἀνασυντάχτηκα νὰ τ᾿ ἀντιμετωπίσω·
θάλασσα πάνω στὴ φωθιὰ προσπάθησα νὰ ῥίξω.
Καὶ σὰν ἀρχαιοέλληνας, φίλος τοῦ Ποσειδῶνα,
ἐδάμασα τὰ κύματα καὶ τά ῾στρεψα στὴ φλόγα.
Κι ἐνῷ φαινόμουν νικητὴς μὲ λάφυρα στὸν ὦμο,
μία γυνὴ ἐπάντηξα, σὰ γύριζα στὸ δρόμο.
Νίκησα θάλασσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μιά, φωθιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
ὅμως μὲ ἕνα θηλυκὸ ποιὸς πάει νὰ τὰ βάλει;
Κι ἔγινε μάχη ἄνιση καὶ χαλασμὸς Κυρίου,
ἀπόρθητ᾿ ἀποδείχτηκε σὰν κάστρο Βυζαντίου.
Εἶχε τὰ σκῆπτρα τσ᾿ ὀμορφιᾶς καὶ γέμισέ με πάθος,
φωθιοθαλασσονικητὴς ἔχασα κατὰ κράτος.