Ποιος είδε άσπρο κάρβουνο
και πίσσα μαύρο χιόνι
χρόνο να μην επέρασε
θάνατο να μερώνει.
κρίμα που δε γερνά η καρδιά
και φθείρεται το σώμα
και με πληγές αγιάτρευτες
την βάζουνε στο χώμα.
Ήλιε μου λιάσε τις αυλές
βαθιά στη γής να δούνε
το φως όσοι εφύγανε
νωρίς και δε γυρνούνε.