Το φεγγάρι
λάμπει στα στρατόπεδα
κι οι φαντάροι
βγαίνουν ομορφόπαιδα.
Δίχως άδεια
ξεγλιστρούν και χάνονται
στα σκοτάδια,
στο παντού, στο πάντοτε.
Λιποτάκτες
το φεγγάρι ζήλεψαν,
μες στις στάχτες
μιαν αγάπη γύρεψαν.
Μες στην πόλη
κουρασμένοι στάθηκαν
κι είναι όλοι...
Είναι όλοι όσοι χάθηκαν...
Μια φορά στη γραμμή
δε χτυπήσαν προσοχή...
Η θητεία του παράλογου
στήνεται πρόχειρα
ώσπου πέφτει σαν χαρτί
η αυλαία.
Τα καράβια
βγήκανε περίπολο
στο Αιγαίο,
στον καιρό τον ύπουλο
και οι ναύτες
τρίβουν την αρμύρα τους,
βλαστημάνε
κλαίγοντας τη μοίρα τους.
Στον αέρα
όσοι δε σηκώθηκαν
αεροπόροι
με τη γη ενώθηκαν.
Μες στην πόλη
μοναχοί τρελάθηκαν
κι είναι όλοι...