Δάφνες οι νύχτες στη φωτιά,
κόλπα μυστικά
μάντεψα.
Μαύρο στη φλόγα το γυαλί,
να, ήλιε, γιατί
σ’ άντεξα.
Ξόδεψα πνεύμα και ψυχή,
σαν πρώτος στη γραμμή
φώναξα
κι όταν σε μέτρησα ζωή,
δυο μέτρα βρήκα γη.
Τρόμαξα...
Είδα με φίλτρο μαγικό,
μέσα απ’ τον καιρό
διάβηκα
κι όπως με πήρε η ροή,
σ’ έζησα ζωή
άδικα.
Μπρος στην καινούργια προσφυγιά,
δυο ρούχα δανεικά
ζήτησα,
κοίταξα πίσω μου κι εκεί,
οι ρίζες μου στη γη.
Σκίρτησα...