Ψαράδες την πρωταπριλιά μεγάλο ψέμα είπαν
σκαρφάλωσαν στις φασολιές και στα ουράνια βγήκαν
ήπιαν το γάλα των θεών, όλο το γαλαξία
αιώρες στο άλσος το ιερό με τα κορίτσια είδαν
τους πόθους και τα πάθη, το ερωτευμένο ελάφι
Το σάββατο τους ξύπνησαν οι γκάιντες και τα ντέφια
ο Λάζαρος ο αγέλαστος βάγια σκορπάει στα δίχτυα
το μοιρολόι της Παναγιάς, των γυναικών λουλούδια
αυτά αναστήσαν τον Χριστό, χαρές δες και λουλούδια
κι ο Άδης επικράνθη, τ’ άδυτα μύχια βάθη
Φωτιές τα χριστολούλουδα, η πλάση που ανασαίνει
χείλη με χείλη το γλυκό φιλι που ανασταίνει
ο `Αι Γιώργης στην πηγή πολέμησε τον δράκο
και τα νερά λευτέρωσε και πότισε τον κάμπο
ολόκληρη οικουμένη φιλί που ανασταίνει
Ψυχές ξυπνήσαν σώματα κι ήπιαν όλο το πάθος
πόσο κρατάει ο έρωτας όσο ανοιχτό ένα άνθος!
Άχρονο φως αόρατο, κατέβα να μας ντύσεις
κι όλου του κόσμου τις καρδιές να τις παρηγορήσεις
κόκκινες να τις βάψεις κι αόρατο να λάμψεις