Με φυλάς κρυφό κι είναι μέρα μεσημέρι.
Μου ζητάς να πιω παραμύθια να πιστεύω
και δε σε νοιάζει τι θα κάνω.
Με φυλάς παιδί να `ναι ήσυχος ο ύπνος
μη φυσήξει αέρας τέρας, φόβος
μη σε νοιάζει τι θα κάνω.
Κι είναι ανόητο πολύ να φτερουγίζω.
Κι ειν’ ανόητο πολύ να σου μιλώ και να φαίνομαι.
Η ζωή δεν ζει σε σώμα, είναι τέχνη, χρώμα, σύννεφο.
Με φυλάς γιατί για να ξέρεις πάντα
πότε να μου λες γιατί κάθε τόσο που γελάω
μα δε σε νοιάζει τι θα κάνω.
Με φυλάς εκεί που για πάντα θα πηγαίνω
μην αλλάξω βήμα δρόμο χρόνο,
μη σε νοιάζει τι θα κάνω.
Κι είναι ανόητο πολύ να φτερουγίζω.
Κι ειν’ ανόητο πολύ να σου μιλώ και να φαίνομαι.