Ο κουρέας και οι χειρότεροι πελάτες του - Ένα μεσημέρι Şarkı Sözleri
Ένα μεσημέρι που γυρίζω απ’ τη δουλειά
ζεστό το καλοκαίρι, μες στην αντηλιά
όπως ανεβαίνω πάνω το στενό
εκεί που ήταν το σπίτι βλέπω ένα κενό
κόσμος μαζεμένος, θαύμα θα `χει γίνει
κι από όλο το σπίτι να τι έχει μείνει
ένας μαύρος λάκος, λάκος σκοτεινός
έφυγε το σπίτι και έγινε καπνός
τι θα κάνω τώρα, πού θα κοιμηθώ
εγώ ήθελα να φάω, κομματάκι να πλυθώ
μένω σαστισμένος γύρω καμιά ώρα
συννεφιάζει ο τόπος, έρχεται και μπόρα
άρχισε να βρέχει, βρέχομαι κι εγώ
μου έρχεται στο λάκο να πέσω να πνιγώ
πάω για να πέσω μα χτυπάω κάπου
μάλλον τοίχος είναι στην άκρια του λάκου
σαν τυφλός την ψάχνω, τούτη δω είν’ η πόρτα
κάνω την ανοίγω, μπαίνω μέσ’ σαν πρώτα
είμαι στον αέρα, βλέπω από κάτω
μέσα εδώ δεν βρέχει μα σκεπή δεν έχει
τοίχοι δεν υπάρχουν μα όλα είναι εντάξει
το μυαλό μου όμως εμένα κοντεύει να πετάξει
κάτι έχει γίνει, όλοι γύρω τρέχουν
εγώ τους χαιρετάω μα αυτοί δεν βλέπουν
κι όταν βγω στην πόρτα, με κοιτούν θλιμμένα
τι θα κάνω τώρα λένε, νοιάζονται για μένα
πού θα πάω να μείνω και τι θα γενώ
που έφυγε το σπίτι και έμεινε κενό
κάθομαι στην πόρτα, με πιάνουνε τα γέλια
λεν ότι τρελάθηκα, διαβάζουν Ευαγγέλια
μα το ξέρω αλήθεια δε χωράει σκέψη
αν τους πω τι νιώθω ποιος θα με πιστέψει
σαν τυφλός την ψάχνω, τούτη δω είν’ η πόρτα
κάνω την ανοίγω, μπαίνω μέσ’ σαν πρώτα
είμαι στον αέρα, βλέπω από κάτω
μέσα εδώ δεν βρέχει μα σκεπή δεν έχει
Ένα μεσημέρι που γυρίζω απ’ τη δουλειά
ζεστό το καλοκαίρι, μες στην αντηλιά
όπως ανεβαίνω πάνω το στενό
εκεί που ήταν το σπίτι βλέπω ένα κενό
κόσμος μαζεμένος, θαύμα θα `χει γίνει
κι από όλο το σπίτι να τι έχει μείνει
ένας μαύρος λάκος, λάκος σκοτεινός
έφυγε το σπίτι και έγινε καπνός
τι θα κάνω τώρα, πού θα κοιμηθώ
εγώ ήθελα να φάω, κομματάκι να πλυθώ
μένω σαστισμένος γύρω καμιά ώρα
συννεφιάζει ο τόπος, έρχεται και μπόρα
άρχισε να βρέχει, βρέχομαι κι εγώ
μου έρχεται στο λάκο να πέσω να πνιγώ
πάω για να πέσω μα χτυπάω κάπου
μάλλον τοίχος είναι στην άκρια του λάκου
σαν τυφλός την ψάχνω, τούτη δω είν’ η πόρτα
κάνω την ανοίγω, μπαίνω μέσ’ σαν πρώτα
είμαι στον αέρα, βλέπω από κάτω
μέσα εδώ δεν βρέχει μα σκεπή δεν έχει