Μέρα μεσημέρι μες στον Πειραιά,
κράτα μου το χέρι, φως μου, πιο καλά.
Μπέρδεμα θα γίνει, βοήθα, Παναγιά μου,
και ο ήλιος θα `ναι δέκα οργιές ψηλά.
Σαν μαχαίρια πέφτουνε πάνω σου τα μάτια,
καίει ο ήλιος κι η καρδιά έπιασε φωτιά.
Βγήκες και παλάβωσαν γύρω τα ναυτάκια,
έχει γλύκα η θάλασσα, μα έχει κι η στεριά.
Μέρα μεσημέρι μες στον Πειραιά,
έτρεχε ο νους σου σε θολά νερά.
Ντράβαλο θα κάνω, βοήθα, Παναγιά μου,
θα πιαστούμε πάλι σαν παλιόπαιδα.