Βρυχούνται οι εξατμίσεις τους και τρίζουν τζαμαρίες
με άλογα μεταλλικά μπουκάρουν μες στους δρόμους
φρικάρουν και κοιτούν οι αστοί
λοξά πάνω απ’ τους ώμους.
Άγριοι μηχανοκένταυροι που πίνουνε βενζίνα
δεν είναι πια τα ορφανά μες στην κοιλιά της πόλης
σπάζουν τα φρένα του μυαλού και της ζωής τους όλης.
Στην τριανταφυλλένια ροζ ζωούλα σας
και στο τρελό σας άπλωμα
γουστάρουνε εκτοπισμένοι και έξω από το πάπλωμα.
Από ένα κόσμο που φουντάρει την βρίσκουν να 'ναι ξέμπαρκοι
μέσα στα σκέλια τους κρατούν σφιχτά ότι αγαπάνε
γι αυτό μη τους ρωτήσετε τι ψάχνουν τι ζητάνε.
Μια μάζα παλιοσίδερα και λίγο παραπέρα
το αίμα γλώσσα κόκκινη στην άσφαλτο κυλάει
αυτοί ξεχνούν τον θάνατο
μ’ αυτός δεν τους ξεχνάει.
Στην τριανταφυλλένια ροζ ζωούλα σας
και στο τρελό σας άπλωμα
γουστάρουνε εκτοπισμένοι και έξω από το πάπλωμα.