Αγάπη μου, απόψε τρεις τ’ Απρίλη
σου γράφω από τη βάρδια μου κάτω στη μηχανή.
Σκουπίζομαι μ’ ένα μικρό μαντήλι
αυτό που εσύ μου κέντησες στη ραπτομηχανή.
Πάνω στον αέρα έχει φεγγάρι, πανσέληνο τεράστια
για φούντο πάει και αυτή.
Κι εγώ που τα μυαλά μου έχεις πάρεις
φουντάρω στην πορεία σου στεριά μου αλαργινή.
Στα σταυροδρόμια του πελάγου
μ’ ένα βοριά μες στο μυαλό
να `χα το βλέμμα μαύρου μάγου
ν’ ανάψω φώτα στο γιαλό.
Να `ρθω να γίνω πυροφάνι
με κοχυλιού αναστεναγμό
με χίλια κύματα στεφάνι
να πλέκει η θάλασσα ένα λυγμό.
Σου πήρα απ’ τα λιμάνια ένα δώρο
να δεις πως δε σε ξέχασα στου μήνα τον καιρό.
Το έχω στην κουκέτα μ’ έναν όρο
να το φορέσεις μόλις βγω, έτσι να σε χαρώ.
Να πας κι από τη μάνα, μην ξεχάσεις
και πες της το φοράω το καινούριο της πλεκτό.
Με πήρε ένα τηλέφωνο ο Θανάσης
για να βρεθούμε αλλά εγώ φοβάμαι μην μπλεχτώ.
Στα σταυροδρόμια του πελάγου
μ’ ένα βοριά μες στο μυαλό
να `χα το βλέμμα μαύρου μάγου
ν’ ανάψω φώτα στο γιαλό.
Να `ρθω να γίνω πυροφάνι
με κοχυλιού αναστεναγμό
με χίλια κύματα στεφάνι
να πλέκει η θάλασσα ένα λυγμό.
Αγάπη μου, απόψε τρεις τ’ Απρίλη
σου γράφω από τη βάρδια μου κάτω στη μηχανή.
Χαιρέτα όσους νομίζεις μείναν φίλοι
πέρασε κι απ’ την τράπεζα, σου στέλνω επιταγή.
Σηκώθηκε φουρτούνα που να πάρει
γι αυτό εδώ το γράμμα μου εν πλω το σταματώ.
Θα πάω να δω τι γίνεται στ’ αμπάρι
φιλιά και χαιρετίσματα και πάντα σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπώ.