Τρεις απου συντελλέσανε,
στο νήμα τση ζωής μου,
ο ένας ήταν ο θεός,
κι οι άλλοι οι γονείς μου.
Όσο ψηλά κι αν ανεβείς,
σε τούτη τη ζωή σου,
να μην ξεχνάς πως τα φτερά,
στα ’δωσαν οι γονείς σου.
Τη μάνα και το κύρη σου,
τίμα τζοι όπου και να ’σαι,
σα θέλεις να ’χεις το θεό,
προστάτη να θυμάσαι.
Άθρωπος απού δε τιμά,
τσοι ρίζες τσοι γονείς του,
λόγο δεν έχει άξιο,
στον κόσμο τσ’ύπαρξής του.
Ν’ ανταποδώσω υπόσχομαι,
μάνα μου και πατέρα,
για ότι μου πρσφέρατε,
εις τη ζωή μια μέρα.
Ας μου τ’αξιώσει ο θεός,
όσα οι γονείς προσφέρα,
να δώσω στα κοπέλια μου,
με τη σειρά μια μέρα.
Σκληρά παλέψαν οι γονείς
για να με μεγαλώσουν,
από το στόμα ντως μπούκιά,
κόβαν να μου τη δώσουν.
Με τη χαρά μου χαίρονται,
ο κύρης μου κι η μάνα,
μα σαν με πιάνει ο καημός,
ζουν το δικό τους δράμα.
Καθρεύτης ειν’ο γαμος μου,
πιστός των εδικών μου,
γιατί ’τανε τα πρότυπα,
που ’βαλα στο μυαλό μου.
Με τω γονιώ μου την ευχή,
κίνησα στη ζωή μου,
για κιόνα εχω το θεο,
όπου σταθώ μαζί μου.
Ποτέ γονέας το κακό,
ή του παιδιού δε θέλει,
για κιόνα συμβουλεύει ντο,
απο μικιό κοπέλι.
Πόσες δεν ήταν οι βραδιές,
που κάνανε χαλάλι,
ξάγρυπνοι πάνω απ’ τ’ άρρωστου,
παιδιού το προσκεφάλι.
Κι ας μην υπάρχει η μάνα μου,
κοντά πια στη ζωή μου,
οντε σκοντάψω αντιλαλεί,
εχτύπησες παιδί μου;