Μια ιστορία θέλω μόνο να σας πω.
Κι εγώ είχα κάποτε μια όμορφη πατρίδα.
Μια οικογένεια, ένα ωραίο σπιτικό.
Και δυο παιδιά τον Αμπουλλά (Abbulla) και τη Σαντίγια (Sadiya)
Όλη η ζωή μου ήταν σπίτι και δουλειά.
Το φαγητό, η προσευχή και η αγάπη.
Η μόνη βόλτα μου εκεί στην αγορά.
Δεν είχα λύπη, μόνο ευτυχισμένο δάκρυ.
Είχα στον κήπο μου φυτέψει μια ελιά.
Από κλωνάρι που μου χάρισε ένας φίλος.
-Είναι σημάδι, μου είπε, για τη Λευτεριά.
Είναι το κλάμα μου, είναι ο αγώνας μου, είναι ο μύθος.
Μα ήρθαν Αυτοί, στην τσέπη σχέδιο κρυφό.
Και σημαδέψαν με τις στάχτες μας το χάρτη.
Θα το θυμάμαι πάντα αυτό το σκηνικό.
Και τον μικρό που `χε το χέρι του στο μάτι.
Κάτω από τοίχους γκρεμισμένους οι ζωές μας.
Στείλαν στρατιώτες τους με ευχές και πολυβόλα.
Πήραν το γέλιο μας, πήραν τις χαρές μας.
Κι όλη η ζωή μας μες στα ερείπια είναι τώρα.
Δώδεκα μέρες μες στη βάρκα στ’ ανοιχτά.
Δε μου `χει μείνει δάκρυ θάνατο να κλάψω.
Όλα τα όνειρα τα πήρε η φωτιά.
Ζητάω ξανά απ’ την αρχή ζωή να φτιάξω.
Δεν είμαι αλήτης, ούτε σκάρτος, πονηρός.
Είμαι ένας πρόσφυγας που έχασε τα πάντα.
Είμαι ο φίλος σου, είμαι ο αδερφός.
Και προσπαθώ να κρατηθώ με μια άδεια τσάντα.
Είμαι ο φίλος σου, είμαι ο αδερφός.
Είμαι ένας πρόσφυγας που έχασε τα πάντα.