Νεκτάριος Θεοδώρου - Βουλή θνητών Ελλήνων Şarkı Sözleri
Ένα πρωί, μια Κυριακή, μόλις που είχε φέξει,
ξεκίνησα να περπατώ, γραμμή για το Θησείο.
Αλλά ο καιρός μου έκανε, θα βρέξει δε θα βρέξει,
μα δε με νοιάζει, έλεγα, καλό ειν’ κι αυτό το αστείο.
Στο δρόμο καθώς πήγαινα, κοιτούσα τους ανθρώπους,
καλοντυμένοι, μα έτρεχαν σαν να έφταιγε το κρύο.
Η μούρη τους κακόκεφη, δεν έχουν ούτε τρόπους,
μα δε με νοιάζει, έλεγα, καλό ειν’ κι αυτό το αστείο.
Φορούσαν το κουστούμι τους, το καλογυαλισμένο
και δίπλα τους γυναίκες, λες και πάνε σε πορνείο.
Μ’ αρώματα, φορέματα, μια ομορφιά, μια χάρη,
μα δε με νοιάζει, έλεγα, καλό ειν’ κι αυτό το αστείο.
Στο Σύνταγμα όταν έφτασα, στην άκρη της πλατείας,
είδα μια κόρη μοναχή, με ρούχα μπαλωμένα,
Άλλοι τη διώχναν μακρυά κι άλλοι μ’ αυτή γελούσαν,
μα εδώ τ’ αστείο έφυγε πολύ μακρυά από ‘μένα.
Δε φώναζε, δεν έβριζε, μα σιγοτραγουδούσε
και πούλαγε γαρίφαλα, σαν να ’τανε κυρία.
Μου γέλασε και μου ’γνεψε να κάτσω εκεί κοντά της,
Πως σε φωνάζουν φίλε μου, εγώ είμαι η Μαρία.
Δεν μπόρεσα να τ’ αρνηθώ και πιάσαμε κουβέντα,
Πως γίνετε κι αντέχεις τόσες ώρες μες το κρύο.
Και τι να κάνω, μου ’λεγε, είναι ακριβή η κουβέρτα.
Μα έχω παρέα όλους αυτούς, κοίτα, δεν είναι αστείο;
Σαν ανθρωπάκια φαίνονται που πάνε πάνω – κάτω,
μα είναι αδειανά τα μάτια τους, άδεια και η ψυχή τους.
Μα όσο τους βλέπω δεν μπορώ, γελάω όμως φοβάμαι,
μήπως στο τέλος πια και γω, θα γίνω το σκαλί τους.
Δε κάνω τίποτα κακό, κερνάω και λουλούδια,
και προσπαθώ να ζεσταθώ απ’ τη ματιά εκείνων.
Μα εγώ κρυώνω μόνη μου, μαζί με δυο τραγούδια,
μπροστά σ’ αυτό που λέτε εσείς “βουλή θνητών Ελλήνων”.
Με βλέπουν κάθε πρωινό, μα ούτε που τους νοιάζει,
για ένα πιάτο φαγητό να κάθομαι στο κρύο.
Μα είναι μικροί, πολύ μικροί και ούτε με πειράζει
και πες μου εσύ ρε φίλε μου, είναι κι αυτό ένα αστείο;
Αστεία είναι η φάτσα τους, αστεία και η ψυχή τους,
αστεία είναι τα όνειρα που τάζουν και πουλάνε.
Μα πιο αστείοι όλοι εσείς που είστε το φαΐ τους,
που κάθεστε και ακούτε ότι στα μάτια σας κοιτάνε.
Εμένα δε με φόβισε ποτέ μου αυτός ο δρόμος,
ποτέ μου δε προσκύνησα το άδειο τους μουσείο.
Εγώ έχω δίπλα μου ομορφιές, του φεγγαριού το νόμο,
εγώ έχω μάθει ν’ αγαπώ κι αυτό δεν είναι αστείο.
Μα όλα τα παθαίνουνε απ’ το άδειο τους κεφάλι,
είμαστε όλοι δανεικοί, τι προσπαθούν να κάνουν.
Αντί να γεύονται χαρές, απ’ της ζωής τη ζάλη,
μουτζούρες είναι στο χαρτί, βρωμίζουν ότι πιάνουν.
Μα πιο πολύ λυπάμαι, τα παιδιά που μεγαλώνουν,
που έχουνε για πρότυπα ληστές και αστυνόμους.
Τους δίνετε θολές ζωές, το μέλλον τους ζυμώνουν,
να ζήσουνε ανέραστοι με τους δικούς σας ρόλους.
Τι γίνεται μ’ όλους αυτούς που στήνουν τους πολέμους;
Τι γίνεται μ’ όλους αυτούς που τρώνε τη ψυχή σας;
τι γίνεται με όλους εσάς, με όλους τους στημένους;
Που θέλουν να σταυρώνουνε, κι η αιτία είναι η ζωή σας.
Αυτά τα λόγια της μικρής, που γνώρισα εκεί πέρα,
Που είχε το δρόμο για οδηγό, το δρόμο για σχολείο,
Την πήρα για δασκάλα μου και μέρα με την μέρα,
μου ’λεγε όταν έκλαιγα, πως όλα είναι ένα αστείο.