Ανάμεσα σε δυο βουνά,
θα πάω να τραγουδήσω.
Θα κλάψω μες στην ερημιά
κι απ’ την βαριά μου την πενιά,
θ’ αρπάξει ο αντίλαλος,
τον πόνο που θ’ αφήσω.
Θα κλάψουν μάνες και παιδιά,
με τη θλιμμένη μου πενιά.
Θ’ αναστενάξει ο ουρανός,
φωτιές η γη θα βγάλει.
Στερνό το χείλι μου θα πει,
για τη χαμένη μου ζωή
και τότε ο αναστεναγμός,
τα δέντρα θα μαράνει.
Θα κλάψουν μάνες και παιδιά,
με τη θλιμμένη μου πενιά.
Ανάμεσα σε δυο βουνά,
θ’ αφήσω το κορμί μου
και μες στα πεύκα τα πυκνά,
ο άνεμος όταν περνά,
θα τραγουδάει τον πόνο μου
και την καταστροφή μου.
Θα κλάψουν μάνες και παιδιά,
με τη θλιμμένη μου πενιά.