Τις δύσκολες τις ώρες τις περνάμε ξανά
με κάμποσα ξενύχτια και μ’ ακόρντα γερά.
Περνάνε οι ημέρες και ζητάνε δουλειά,
χορτάσαμε πρησμένοι και με άδεια κοιλιά.
Φύγαν οι ρεμπέτες, φύγαν εποχές,
μα κάποιες τους κουβέντες θα μείνουνε ζεστές.
Άλλες προσπεράσαν και γίνανε ηχώ
και άλλες συντροφεύουν με βήμα σταθερό.
Όλοι μας οι δρόμοι είναι σ’ ανηφόρι,
καθένας σταυροδρόμι, πως να μην μπερδευτείς;
Μα κάθε τι οικείο σαν τη σπίθα πετά
ν’ ανάψει λίγο λίγο τη σβησμένη φωτιά.
Φύγαν οι ρεμπέτες, φύγαν εποχές,
μα κάποιες τους κουβέντες θα μείνουνε ζεστές.
Άλλες προσπεράσαν και γίνανε ηχώ
και άλλες συντροφεύουν με βήμα σταθερό.
Μα ποιος να τους χορτάσει, ποιος να τους χαρεί;
τη μια είναι φευγάτοι, την άλλη φυλακή!
Θυμάμαι κάποτε που φεύγαμε όλοι μαζί
Στα πόδια μας η γη ιπτάμενο χαλί
Χτυπούσαν σκέψεις την καρδιά κι αυτή το νου
Μα ήταν η ανάσα για να βγούμε αλλού
Φύγαν οι ρεμπέτες, φύγαν εποχές,
μα κάποιες τους κουβέντες θα μείνουνε ζεστές.
Άλλες προσπεράσαν και γίνανε ηχώ
και άλλες συντροφεύουν με βήμα σταθερό